Jump to content

αντικειμενοποιήθηκα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Verb

[edit]

αντικειμενοποιήθηκα (antikeimenopoiíthika)

  1. first-person singular simple past of αντικειμενοποιούμαι (antikeimenopoioúmai)