Jump to content

αντικαταστάτρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντικαταστάτρια (antikatastátriaf (plural αντικαταστάτριες, masculine αντικαταστάτης)

  1. replacement, substitute (person)

Declension

[edit]
Declension of αντικαταστάτρια
singular plural
nominative αντικαταστάτρια (antikatastátria) αντικαταστάτριες (antikatastátries)
genitive αντικαταστάτριας (antikatastátrias) αντικαταστατριών (antikatastatrión)
accusative αντικαταστάτρια (antikatastátria) αντικαταστάτριες (antikatastátries)
vocative αντικαταστάτρια (antikatastátria) αντικαταστάτριες (antikatastátries)
[edit]