Jump to content

αντικατασκοπεία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Noun

[edit]

αντικατασκοπεία (antikataskopeíaf (plural αντικατασκοπείες)

  1. counterintelligence, counterespionage, secret service

Declension

[edit]
Declension of αντικατασκοπεία
singular plural
nominative αντικατασκοπεία (antikataskopeía) αντικατασκοπείες (antikataskopeíes)
genitive αντικατασκοπείας (antikataskopeías) αντικατασκοπειών (antikataskopeión)
accusative αντικατασκοπεία (antikataskopeía) αντικατασκοπείες (antikataskopeíes)
vocative αντικατασκοπεία (antikataskopeía) αντικατασκοπείες (antikataskopeíes)
[edit]