Jump to content

αντικαθρέφτισμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντικαθρέφτισμα (antikathréftisman (plural αντικαθρεφτίσματα)

  1. reflection (of mirrors, etc — action and effect)
    Synonym: αντικατοπτρισμός (antikatoptrismós)
  2. (figurative) reflection (of thought, etc — activity and effect)

Declension

[edit]
Declension of αντικαθρέφτισμα
singular plural
nominative αντικαθρέφτισμα (antikathréftisma) αντικαθρεφτίσματα (antikathreftísmata)
genitive αντικαθρεφτίσματος (antikathreftísmatos) αντικαθρεφτισμάτων (antikathreftismáton)
accusative αντικαθρέφτισμα (antikathréftisma) αντικαθρεφτίσματα (antikathreftísmata)
vocative αντικαθρέφτισμα (antikathréftisma) αντικαθρεφτίσματα (antikathreftísmata)
[edit]