αντικαθρέφτισμα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αντικαθρέφτισμα • (antikathréftisma) n (plural αντικαθρεφτίσματα)
- reflection (of mirrors, etc — action and effect)
- Synonym: αντικατοπτρισμός (antikatoptrismós)
- (figurative) reflection (of thought, etc — activity and effect)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντικαθρέφτισμα (antikathréftisma) | αντικαθρεφτίσματα (antikathreftísmata) |
genitive | αντικαθρεφτίσματος (antikathreftísmatos) | αντικαθρεφτισμάτων (antikathreftismáton) |
accusative | αντικαθρέφτισμα (antikathréftisma) | αντικαθρεφτίσματα (antikathreftísmata) |
vocative | αντικαθρέφτισμα (antikathréftisma) | αντικαθρεφτίσματα (antikathreftísmata) |
Related terms
[edit]- αντικαθρεφτίζω (antikathreftízo, “to reflect”)