αντιθεατρικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντιθεατρικός • (antitheatrikós) m (feminine αντιθεατρική, neuter αντιθεατρικό)
- untheatrical, antitheatrical
- Antonym: θεατρικός (theatrikós)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιθεατρικός (antitheatrikós) | αντιθεατρική (antitheatrikí) | αντιθεατρικό (antitheatrikó) | αντιθεατρικοί (antitheatrikoí) | αντιθεατρικές (antitheatrikés) | αντιθεατρικά (antitheatriká) | |
genitive | αντιθεατρικού (antitheatrikoú) | αντιθεατρικής (antitheatrikís) | αντιθεατρικού (antitheatrikoú) | αντιθεατρικών (antitheatrikón) | αντιθεατρικών (antitheatrikón) | αντιθεατρικών (antitheatrikón) | |
accusative | αντιθεατρικό (antitheatrikó) | αντιθεατρική (antitheatrikí) | αντιθεατρικό (antitheatrikó) | αντιθεατρικούς (antitheatrikoús) | αντιθεατρικές (antitheatrikés) | αντιθεατρικά (antitheatriká) | |
vocative | αντιθεατρικέ (antitheatriké) | αντιθεατρική (antitheatrikí) | αντιθεατρικό (antitheatrikó) | αντιθεατρικοί (antitheatrikoí) | αντιθεατρικές (antitheatrikés) | αντιθεατρικά (antitheatriká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιθεατρικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιθεατρικός, etc.)
Related terms
[edit]- and see: θέατρο n (théatro, “theatre”)
- αντιθεατρικά (antitheatriká, “untheatrically”)