Jump to content

αντιθεατρικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιθεατρικός (antitheatrikósm (feminine αντιθεατρική, neuter αντιθεατρικό)

  1. untheatrical, antitheatrical
    Antonym: θεατρικός (theatrikós)

Declension

[edit]
Declension of αντιθεατρικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιθεατρικός (antitheatrikós) αντιθεατρική (antitheatrikí) αντιθεατρικό (antitheatrikó) αντιθεατρικοί (antitheatrikoí) αντιθεατρικές (antitheatrikés) αντιθεατρικά (antitheatriká)
genitive αντιθεατρικού (antitheatrikoú) αντιθεατρικής (antitheatrikís) αντιθεατρικού (antitheatrikoú) αντιθεατρικών (antitheatrikón) αντιθεατρικών (antitheatrikón) αντιθεατρικών (antitheatrikón)
accusative αντιθεατρικό (antitheatrikó) αντιθεατρική (antitheatrikí) αντιθεατρικό (antitheatrikó) αντιθεατρικούς (antitheatrikoús) αντιθεατρικές (antitheatrikés) αντιθεατρικά (antitheatriká)
vocative αντιθεατρικέ (antitheatriké) αντιθεατρική (antitheatrikí) αντιθεατρικό (antitheatrikó) αντιθεατρικοί (antitheatrikoí) αντιθεατρικές (antitheatrikés) αντιθεατρικά (antitheatriká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιθεατρικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιθεατρικός, etc.)

[edit]