Jump to content

αντιζηλία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιζηλία (antizilíaf (plural αντιζηλίες)

  1. rivalry

Declension

[edit]
Declension of αντιζηλία
singular plural
nominative αντιζηλία (antizilía) αντιζηλίες (antizilíes)
genitive αντιζηλίας (antizilías) αντιζηλιών (antizilión)
accusative αντιζηλία (antizilía) αντιζηλίες (antizilíes)
vocative αντιζηλία (antizilía) αντιζηλίες (antizilíes)
[edit]