Jump to content

αντιεκρηκτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιεκρηκτικός (antiekriktikósm (feminine αντιεκρηκτική, neuter αντιεκρηκτικό)

  1. blastproof
  2. antiexplosive, explosion proof, explosionproof

Declension

[edit]
Declension of αντιεκρηκτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιεκρηκτικός (antiekriktikós) αντιεκρηκτική (antiekriktikí) αντιεκρηκτικό (antiekriktikó) αντιεκρηκτικοί (antiekriktikoí) αντιεκρηκτικές (antiekriktikés) αντιεκρηκτικά (antiekriktiká)
genitive αντιεκρηκτικού (antiekriktikoú) αντιεκρηκτικής (antiekriktikís) αντιεκρηκτικού (antiekriktikoú) αντιεκρηκτικών (antiekriktikón) αντιεκρηκτικών (antiekriktikón) αντιεκρηκτικών (antiekriktikón)
accusative αντιεκρηκτικό (antiekriktikó) αντιεκρηκτική (antiekriktikí) αντιεκρηκτικό (antiekriktikó) αντιεκρηκτικούς (antiekriktikoús) αντιεκρηκτικές (antiekriktikés) αντιεκρηκτικά (antiekriktiká)
vocative αντιεκρηκτικέ (antiekriktiké) αντιεκρηκτική (antiekriktikí) αντιεκρηκτικό (antiekriktikó) αντιεκρηκτικοί (antiekriktikoí) αντιεκρηκτικές (antiekriktikés) αντιεκρηκτικά (antiekriktiká)
[edit]