Jump to content

αντιδυναστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιδυναστικός (antidynastikósm (feminine αντιδυναστική, neuter αντιδυναστικό)

  1. (politics) antidynastic, antiroyalist
    Synonym: αντιβασιλικός (antivasilikós)

Declension

[edit]
Declension of αντιδυναστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιδυναστικός (antidynastikós) αντιδυναστική (antidynastikí) αντιδυναστικό (antidynastikó) αντιδυναστικοί (antidynastikoí) αντιδυναστικές (antidynastikés) αντιδυναστικά (antidynastiká)
genitive αντιδυναστικού (antidynastikoú) αντιδυναστικής (antidynastikís) αντιδυναστικού (antidynastikoú) αντιδυναστικών (antidynastikón) αντιδυναστικών (antidynastikón) αντιδυναστικών (antidynastikón)
accusative αντιδυναστικό (antidynastikó) αντιδυναστική (antidynastikí) αντιδυναστικό (antidynastikó) αντιδυναστικούς (antidynastikoús) αντιδυναστικές (antidynastikés) αντιδυναστικά (antidynastiká)
vocative αντιδυναστικέ (antidynastiké) αντιδυναστική (antidynastikí) αντιδυναστικό (antidynastikó) αντιδυναστικοί (antidynastikoí) αντιδυναστικές (antidynastikés) αντιδυναστικά (antidynastiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιδυναστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιδυναστικός, etc.)