αντιδυναστικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντιδυναστικός • (antidynastikós) m (feminine αντιδυναστική, neuter αντιδυναστικό)
- (politics) antidynastic, antiroyalist
- Synonym: αντιβασιλικός (antivasilikós)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιδυναστικός (antidynastikós) | αντιδυναστική (antidynastikí) | αντιδυναστικό (antidynastikó) | αντιδυναστικοί (antidynastikoí) | αντιδυναστικές (antidynastikés) | αντιδυναστικά (antidynastiká) | |
genitive | αντιδυναστικού (antidynastikoú) | αντιδυναστικής (antidynastikís) | αντιδυναστικού (antidynastikoú) | αντιδυναστικών (antidynastikón) | αντιδυναστικών (antidynastikón) | αντιδυναστικών (antidynastikón) | |
accusative | αντιδυναστικό (antidynastikó) | αντιδυναστική (antidynastikí) | αντιδυναστικό (antidynastikó) | αντιδυναστικούς (antidynastikoús) | αντιδυναστικές (antidynastikés) | αντιδυναστικά (antidynastiká) | |
vocative | αντιδυναστικέ (antidynastiké) | αντιδυναστική (antidynastikí) | αντιδυναστικό (antidynastikó) | αντιδυναστικοί (antidynastikoí) | αντιδυναστικές (antidynastikés) | αντιδυναστικά (antidynastiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιδυναστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιδυναστικός, etc.)