αντιδονητικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντιδονητικός • (antidonitikós) m (feminine αντιδονητική, neuter αντιδονητικό)
- antivibratory, shockproof
- Synonym: (shockproof) αντικραδασμικός (antikradasmikós)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιδονητικός (antidonitikós) | αντιδονητική (antidonitikí) | αντιδονητικό (antidonitikó) | αντιδονητικοί (antidonitikoí) | αντιδονητικές (antidonitikés) | αντιδονητικά (antidonitiká) | |
genitive | αντιδονητικού (antidonitikoú) | αντιδονητικής (antidonitikís) | αντιδονητικού (antidonitikoú) | αντιδονητικών (antidonitikón) | αντιδονητικών (antidonitikón) | αντιδονητικών (antidonitikón) | |
accusative | αντιδονητικό (antidonitikó) | αντιδονητική (antidonitikí) | αντιδονητικό (antidonitikó) | αντιδονητικούς (antidonitikoús) | αντιδονητικές (antidonitikés) | αντιδονητικά (antidonitiká) | |
vocative | αντιδονητικέ (antidonitiké) | αντιδονητική (antidonitikí) | αντιδονητικό (antidonitikó) | αντιδονητικοί (antidonitikoí) | αντιδονητικές (antidonitikés) | αντιδονητικά (antidonitiká) |
Related terms
[edit]- see: δονώ (donó, “to vibrate”)