Jump to content

αντιδονητικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιδονητικός (antidonitikósm (feminine αντιδονητική, neuter αντιδονητικό)

  1. antivibratory, shockproof
    Synonym: (shockproof) αντικραδασμικός (antikradasmikós)

Declension

[edit]
Declension of αντιδονητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιδονητικός (antidonitikós) αντιδονητική (antidonitikí) αντιδονητικό (antidonitikó) αντιδονητικοί (antidonitikoí) αντιδονητικές (antidonitikés) αντιδονητικά (antidonitiká)
genitive αντιδονητικού (antidonitikoú) αντιδονητικής (antidonitikís) αντιδονητικού (antidonitikoú) αντιδονητικών (antidonitikón) αντιδονητικών (antidonitikón) αντιδονητικών (antidonitikón)
accusative αντιδονητικό (antidonitikó) αντιδονητική (antidonitikí) αντιδονητικό (antidonitikó) αντιδονητικούς (antidonitikoús) αντιδονητικές (antidonitikés) αντιδονητικά (antidonitiká)
vocative αντιδονητικέ (antidonitiké) αντιδονητική (antidonitikí) αντιδονητικό (antidonitikó) αντιδονητικοί (antidonitikoí) αντιδονητικές (antidonitikés) αντιδονητικά (antidonitiká)
[edit]