αντιδημοτικότητα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αντιδημοτικότητα • (antidimotikótita) f (uncountable)
Declension
[edit]singular | |
---|---|
nominative | αντιδημοτικότητα (antidimotikótita) |
genitive | αντιδημοτικότητας (antidimotikótitas) |
accusative | αντιδημοτικότητα (antidimotikótita) |
vocative | αντιδημοτικότητα (antidimotikótita) |
Related terms
[edit]- and see: δήμος m (dímos, “municipality, the people”)
- αντιδημοτικός (antidimotikós, “unpopular”, adjective)