Jump to content

αντιδημοτικότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιδημοτικότητα (antidimotikótitaf (uncountable)

  1. unpopularity

Declension

[edit]
Declension of αντιδημοτικότητα
singular
nominative αντιδημοτικότητα (antidimotikótita)
genitive αντιδημοτικότητας (antidimotikótitas)
accusative αντιδημοτικότητα (antidimotikótita)
vocative αντιδημοτικότητα (antidimotikótita)
[edit]