Jump to content

αντιδεοντολογικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιδεοντολογικός (antideontologikósm (feminine αντιδεοντολογική, neuter αντιδεοντολογικό)

  1. (philosophy, ethics) non-deontological, nonethical
    Antonym: δεοντολογικός (deontologikós)

Declension

[edit]
Declension of αντιδεοντολογικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιδεοντολογικός (antideontologikós) αντιδεοντολογική (antideontologikí) αντιδεοντολογικό (antideontologikó) αντιδεοντολογικοί (antideontologikoí) αντιδεοντολογικές (antideontologikés) αντιδεοντολογικά (antideontologiká)
genitive αντιδεοντολογικού (antideontologikoú) αντιδεοντολογικής (antideontologikís) αντιδεοντολογικού (antideontologikoú) αντιδεοντολογικών (antideontologikón) αντιδεοντολογικών (antideontologikón) αντιδεοντολογικών (antideontologikón)
accusative αντιδεοντολογικό (antideontologikó) αντιδεοντολογική (antideontologikí) αντιδεοντολογικό (antideontologikó) αντιδεοντολογικούς (antideontologikoús) αντιδεοντολογικές (antideontologikés) αντιδεοντολογικά (antideontologiká)
vocative αντιδεοντολογικέ (antideontologiké) αντιδεοντολογική (antideontologikí) αντιδεοντολογικό (antideontologikó) αντιδεοντολογικοί (antideontologikoí) αντιδεοντολογικές (antideontologikés) αντιδεοντολογικά (antideontologiká)

Coordinate terms

[edit]
[edit]