Jump to content

αντιδάνειος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιδάνειος (antidáneiosm (feminine αντιδάνεια, neuter αντιδάνειο)

  1. (linguistics) of or relating to repatriated loanword

Declension

[edit]
Declension of αντιδάνειος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιδάνειος (antidáneios) αντιδάνεια (antidáneia) αντιδάνειο (antidáneio) αντιδάνειοι (antidáneioi) αντιδάνειες (antidáneies) αντιδάνεια (antidáneia)
genitive αντιδάνειου (antidáneiou) αντιδάνειας (antidáneias) αντιδάνειου (antidáneiou) αντιδάνειων (antidáneion) αντιδάνειων (antidáneion) αντιδάνειων (antidáneion)
accusative αντιδάνειο (antidáneio) αντιδάνεια (antidáneia) αντιδάνειο (antidáneio) αντιδάνειους (antidáneious) αντιδάνειες (antidáneies) αντιδάνεια (antidáneia)
vocative αντιδάνειε (antidáneie) αντιδάνεια (antidáneia) αντιδάνειο (antidáneio) αντιδάνειοι (antidáneioi) αντιδάνειες (antidáneies) αντιδάνεια (antidáneia)
[edit]