Jump to content

αντιγραμματικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιγραμματικός (antigrammatikósm (feminine αντιγραμματική, neuter αντιγραμματικό)

  1. (grammar) ungrammatical

Declension

[edit]
Declension of αντιγραμματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιγραμματικός (antigrammatikós) αντιγραμματική (antigrammatikí) αντιγραμματικό (antigrammatikó) αντιγραμματικοί (antigrammatikoí) αντιγραμματικές (antigrammatikés) αντιγραμματικά (antigrammatiká)
genitive αντιγραμματικού (antigrammatikoú) αντιγραμματικής (antigrammatikís) αντιγραμματικού (antigrammatikoú) αντιγραμματικών (antigrammatikón) αντιγραμματικών (antigrammatikón) αντιγραμματικών (antigrammatikón)
accusative αντιγραμματικό (antigrammatikó) αντιγραμματική (antigrammatikí) αντιγραμματικό (antigrammatikó) αντιγραμματικούς (antigrammatikoús) αντιγραμματικές (antigrammatikés) αντιγραμματικά (antigrammatiká)
vocative αντιγραμματικέ (antigrammatiké) αντιγραμματική (antigrammatikí) αντιγραμματικό (antigrammatikó) αντιγραμματικοί (antigrammatikoí) αντιγραμματικές (antigrammatikés) αντιγραμματικά (antigrammatiká)

Antonyms

[edit]