Jump to content

αντιβηχικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιβηχικός (antivichikósm (feminine αντιβηχική, neuter αντιβηχικό)

  1. (pathology, pharmacology) antitussive, anticough
  2. cough medicine

Declension

[edit]
Declension of αντιβηχικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιβηχικός (antivichikós) αντιβηχική (antivichikí) αντιβηχικό (antivichikó) αντιβηχικοί (antivichikoí) αντιβηχικές (antivichikés) αντιβηχικά (antivichiká)
genitive αντιβηχικού (antivichikoú) αντιβηχικής (antivichikís) αντιβηχικού (antivichikoú) αντιβηχικών (antivichikón) αντιβηχικών (antivichikón) αντιβηχικών (antivichikón)
accusative αντιβηχικό (antivichikó) αντιβηχική (antivichikí) αντιβηχικό (antivichikó) αντιβηχικούς (antivichikoús) αντιβηχικές (antivichikés) αντιβηχικά (antivichiká)
vocative αντιβηχικέ (antivichiké) αντιβηχική (antivichikí) αντιβηχικό (antivichikó) αντιβηχικοί (antivichikoí) αντιβηχικές (antivichikés) αντιβηχικά (antivichiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιβηχικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιβηχικός, etc.)