Jump to content

αντιβαλλιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αντι- (anti-) +‎ βαλλιστικός (vallistikós, ballistic)

Adjective

[edit]

αντιβαλλιστικός (antivallistikósm (feminine αντιβαλλιστικη, neuter αντιβαλλιστικό)

  1. antiballistic
    Antonym: βαλλιστικός (vallistikós)
    αντιβαλλιστικός πύραυλοςantivallistikós pýravlosantiballistic missile

Declension

[edit]
Declension of αντιβαλλιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιβαλλιστικός (antivallistikós) αντιβαλλιστική (antivallistikí) αντιβαλλιστικό (antivallistikó) αντιβαλλιστικοί (antivallistikoí) αντιβαλλιστικές (antivallistikés) αντιβαλλιστικά (antivallistiká)
genitive αντιβαλλιστικού (antivallistikoú) αντιβαλλιστικής (antivallistikís) αντιβαλλιστικού (antivallistikoú) αντιβαλλιστικών (antivallistikón) αντιβαλλιστικών (antivallistikón) αντιβαλλιστικών (antivallistikón)
accusative αντιβαλλιστικό (antivallistikó) αντιβαλλιστική (antivallistikí) αντιβαλλιστικό (antivallistikó) αντιβαλλιστικούς (antivallistikoús) αντιβαλλιστικές (antivallistikés) αντιβαλλιστικά (antivallistiká)
vocative αντιβαλλιστικέ (antivallistiké) αντιβαλλιστική (antivallistikí) αντιβαλλιστικό (antivallistikó) αντιβαλλιστικοί (antivallistikoí) αντιβαλλιστικές (antivallistikés) αντιβαλλιστικά (antivallistiká)