Jump to content

αντιασφυξιογόνος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αντι- (anti-) +‎ ασφυξιογόνος (asfyxiogónos, asphyxiating)

Adjective

[edit]

αντιασφυξιογόνος (antiasfyxiogónosm (feminine αντιασφυξιογόνη, neuter αντιασφυξιογόνο)

  1. antigas, against asphyxiating
    Antonym: ασφυξιογόνος (asfyxiogónos)

Declension

[edit]
Declension of αντιασφυξιογόνος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιασφυξιογόνος (antiasfyxiogónos) αντιασφυξιογόνος (antiasfyxiogónos)
αντιασφυξιογόνα (antiasfyxiogóna)
αντιασφυξιογόνο (antiasfyxiogóno) αντιασφυξιογόνοι (antiasfyxiogónoi) αντιασφυξιογόνοι (antiasfyxiogónoi)
αντιασφυξιογόνες (antiasfyxiogónes)
αντιασφυξιογόνα (antiasfyxiogóna)
genitive αντιασφυξιογόνου (antiasfyxiogónou) αντιασφυξιογόνου (antiasfyxiogónou)
αντιασφυξιογόνας (antiasfyxiogónas)
αντιασφυξιογόνου (antiasfyxiogónou) αντιασφυξιογόνων (antiasfyxiogónon) αντιασφυξιογόνων (antiasfyxiogónon) αντιασφυξιογόνων (antiasfyxiogónon)
accusative αντιασφυξιογόνο (antiasfyxiogóno) αντιασφυξιογόνο (antiasfyxiogóno)
αντιασφυξιογόνα (antiasfyxiogóna)
αντιασφυξιογόνο (antiasfyxiogóno) αντιασφυξιογόνους (antiasfyxiogónous) αντιασφυξιογόνους (antiasfyxiogónous)
αντιασφυξιογόνες (antiasfyxiogónes)
αντιασφυξιογόνα (antiasfyxiogóna)
vocative αντιασφυξιογόνε (antiasfyxiogóne) αντιασφυξιογόνε (antiasfyxiogóne)
αντιασφυξιογόνα (antiasfyxiogóna)
αντιασφυξιογόνο (antiasfyxiogóno) αντιασφυξιογόνοι (antiasfyxiogónoi) αντιασφυξιογόνοι (antiasfyxiogónoi)
αντιασφυξιογόνες (antiasfyxiogónes)
αντιασφυξιογόνα (antiasfyxiogóna)
[edit]