Jump to content

αντιασθματικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αντι- (anti-) +‎ άσθμα (ásthma, asthma)

Adjective

[edit]

αντιασθματικός (antiasthmatikósm (feminine αντιασθματική, neuter αντιασθματικό)

  1. (medicine) antasthmatic, antiasthmatic

Declension

[edit]
Declension of αντιασθματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιασθματικός (antiasthmatikós) αντιασθματική (antiasthmatikí) αντιασθματικό (antiasthmatikó) αντιασθματικοί (antiasthmatikoí) αντιασθματικές (antiasthmatikés) αντιασθματικά (antiasthmatiká)
genitive αντιασθματικού (antiasthmatikoú) αντιασθματικής (antiasthmatikís) αντιασθματικού (antiasthmatikoú) αντιασθματικών (antiasthmatikón) αντιασθματικών (antiasthmatikón) αντιασθματικών (antiasthmatikón)
accusative αντιασθματικό (antiasthmatikó) αντιασθματική (antiasthmatikí) αντιασθματικό (antiasthmatikó) αντιασθματικούς (antiasthmatikoús) αντιασθματικές (antiasthmatikés) αντιασθματικά (antiasthmatiká)
vocative αντιασθματικέ (antiasthmatiké) αντιασθματική (antiasthmatikí) αντιασθματικό (antiasthmatikó) αντιασθματικοί (antiasthmatikoí) αντιασθματικές (antiasthmatikés) αντιασθματικά (antiasthmatiká)
[edit]