Jump to content

αντιανεμικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιανεμικός (antianemikósm (feminine αντιανεμική, neuter αντιανεμικό)

  1. windproof

Declension

[edit]
Declension of αντιανεμικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιανεμικός (antianemikós) αντιανεμική (antianemikí) αντιανεμικό (antianemikó) αντιανεμικοί (antianemikoí) αντιανεμικές (antianemikés) αντιανεμικά (antianemiká)
genitive αντιανεμικού (antianemikoú) αντιανεμικής (antianemikís) αντιανεμικού (antianemikoú) αντιανεμικών (antianemikón) αντιανεμικών (antianemikón) αντιανεμικών (antianemikón)
accusative αντιανεμικό (antianemikó) αντιανεμική (antianemikí) αντιανεμικό (antianemikó) αντιανεμικούς (antianemikoús) αντιανεμικές (antianemikés) αντιανεμικά (antianemiká)
vocative αντιανεμικέ (antianemiké) αντιανεμική (antianemikí) αντιανεμικό (antianemikó) αντιανεμικοί (antianemikoí) αντιανεμικές (antianemikés) αντιανεμικά (antianemiká)
[edit]