Jump to content

αντιαναπτυξιακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιαναπτυξιακός (antianaptyxiakósm (feminine αντιαναπτυξιακή, neuter αντιαναπτυξιακό)

  1. anti-developmental, antigrowth
    Antonym: αναπτυξιακός (anaptyxiakós)

Declension

[edit]
Declension of αντιαναπτυξιακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιαναπτυξιακός (antianaptyxiakós) αντιαναπτυξιακή (antianaptyxiakí) αντιαναπτυξιακό (antianaptyxiakó) αντιαναπτυξιακοί (antianaptyxiakoí) αντιαναπτυξιακές (antianaptyxiakés) αντιαναπτυξιακά (antianaptyxiaká)
genitive αντιαναπτυξιακού (antianaptyxiakoú) αντιαναπτυξιακής (antianaptyxiakís) αντιαναπτυξιακού (antianaptyxiakoú) αντιαναπτυξιακών (antianaptyxiakón) αντιαναπτυξιακών (antianaptyxiakón) αντιαναπτυξιακών (antianaptyxiakón)
accusative αντιαναπτυξιακό (antianaptyxiakó) αντιαναπτυξιακή (antianaptyxiakí) αντιαναπτυξιακό (antianaptyxiakó) αντιαναπτυξιακούς (antianaptyxiakoús) αντιαναπτυξιακές (antianaptyxiakés) αντιαναπτυξιακά (antianaptyxiaká)
vocative αντιαναπτυξιακέ (antianaptyxiaké) αντιαναπτυξιακή (antianaptyxiakí) αντιαναπτυξιακό (antianaptyxiakó) αντιαναπτυξιακοί (antianaptyxiakoí) αντιαναπτυξιακές (antianaptyxiakés) αντιαναπτυξιακά (antianaptyxiaká)
[edit]