αντιαναπτυξιακός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντιαναπτυξιακός • (antianaptyxiakós) m (feminine αντιαναπτυξιακή, neuter αντιαναπτυξιακό)
- anti-developmental, antigrowth
- Antonym: αναπτυξιακός (anaptyxiakós)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιαναπτυξιακός (antianaptyxiakós) | αντιαναπτυξιακή (antianaptyxiakí) | αντιαναπτυξιακό (antianaptyxiakó) | αντιαναπτυξιακοί (antianaptyxiakoí) | αντιαναπτυξιακές (antianaptyxiakés) | αντιαναπτυξιακά (antianaptyxiaká) | |
genitive | αντιαναπτυξιακού (antianaptyxiakoú) | αντιαναπτυξιακής (antianaptyxiakís) | αντιαναπτυξιακού (antianaptyxiakoú) | αντιαναπτυξιακών (antianaptyxiakón) | αντιαναπτυξιακών (antianaptyxiakón) | αντιαναπτυξιακών (antianaptyxiakón) | |
accusative | αντιαναπτυξιακό (antianaptyxiakó) | αντιαναπτυξιακή (antianaptyxiakí) | αντιαναπτυξιακό (antianaptyxiakó) | αντιαναπτυξιακούς (antianaptyxiakoús) | αντιαναπτυξιακές (antianaptyxiakés) | αντιαναπτυξιακά (antianaptyxiaká) | |
vocative | αντιαναπτυξιακέ (antianaptyxiaké) | αντιαναπτυξιακή (antianaptyxiakí) | αντιαναπτυξιακό (antianaptyxiakó) | αντιαναπτυξιακοί (antianaptyxiakoí) | αντιαναπτυξιακές (antianaptyxiakés) | αντιαναπτυξιακά (antianaptyxiaká) |
Related terms
[edit]- see: αναπτύσσω (anaptýsso, “to develop”)