Jump to content

αντιαμερικάνικος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιαμερικάνικος (antiamerikánikosm (feminine αντιαμερικάνικη, neuter αντιαμερικάνικο)

  1. Alternative form of αντιαμερικανικός (antiamerikanikós)

Declension

[edit]
Declension of αντιαμερικάνικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιαμερικάνικος (antiamerikánikos) αντιαμερικάνικη (antiamerikániki) αντιαμερικάνικο (antiamerikániko) αντιαμερικάνικοι (antiamerikánikoi) αντιαμερικάνικες (antiamerikánikes) αντιαμερικάνικα (antiamerikánika)
genitive αντιαμερικάνικου (antiamerikánikou) αντιαμερικάνικης (antiamerikánikis) αντιαμερικάνικου (antiamerikánikou) αντιαμερικάνικων (antiamerikánikon) αντιαμερικάνικων (antiamerikánikon) αντιαμερικάνικων (antiamerikánikon)
accusative αντιαμερικάνικο (antiamerikániko) αντιαμερικάνικη (antiamerikániki) αντιαμερικάνικο (antiamerikániko) αντιαμερικάνικους (antiamerikánikous) αντιαμερικάνικες (antiamerikánikes) αντιαμερικάνικα (antiamerikánika)
vocative αντιαμερικάνικε (antiamerikánike) αντιαμερικάνικη (antiamerikániki) αντιαμερικάνικο (antiamerikániko) αντιαμερικάνικοι (antiamerikánikoi) αντιαμερικάνικες (antiamerikánikes) αντιαμερικάνικα (antiamerikánika)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιαμερικάνικος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιαμερικάνικος, etc.)