αντιαλκοολικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντιαλκοολικός • (antialkoolikós) m (feminine αντιαλκοολική, neuter αντιαλκοολικό)
- anti-alcoholic, temperance
- αντιαλκοολική εταιρία ― antialkoolikí etairía ― temperance society
Declension
[edit]Declension of αντιαλκοολικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιαλκοολικός • | αντιαλκοολική • | αντιαλκοολικό • | αντιαλκοολικοί • | αντιαλκοολικές • | αντιαλκοολικά • |
genitive | αντιαλκοολικού • | αντιαλκοολικής • | αντιαλκοολικού • | αντιαλκοολικών • | αντιαλκοολικών • | αντιαλκοολικών • |
accusative | αντιαλκοολικό • | αντιαλκοολική • | αντιαλκοολικό • | αντιαλκοολικούς • | αντιαλκοολικές • | αντιαλκοολικά • |
vocative | αντιαλκοολικέ • | αντιαλκοολική • | αντιαλκοολικό • | αντιαλκοολικοί • | αντιαλκοολικές • | αντιαλκοολικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιαλκοολικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιαλκοολικός, etc.) |
Related terms
[edit]- see: αλκοολικός (alkoolikós, “alcoholic”) and αλκοόλ n (alkoól, “alcohol”)