Jump to content

αντιαλκοολικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιαλκοολικός (antialkoolikósm (feminine αντιαλκοολική, neuter αντιαλκοολικό)

  1. anti-alcoholic, temperance
    αντιαλκοολική εταιρίαantialkoolikí etairíatemperance society

Declension

[edit]
Declension of αντιαλκοολικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιαλκοολικός (antialkoolikós) αντιαλκοολική (antialkoolikí) αντιαλκοολικό (antialkoolikó) αντιαλκοολικοί (antialkoolikoí) αντιαλκοολικές (antialkoolikés) αντιαλκοολικά (antialkooliká)
genitive αντιαλκοολικού (antialkoolikoú) αντιαλκοολικής (antialkoolikís) αντιαλκοολικού (antialkoolikoú) αντιαλκοολικών (antialkoolikón) αντιαλκοολικών (antialkoolikón) αντιαλκοολικών (antialkoolikón)
accusative αντιαλκοολικό (antialkoolikó) αντιαλκοολική (antialkoolikí) αντιαλκοολικό (antialkoolikó) αντιαλκοολικούς (antialkoolikoús) αντιαλκοολικές (antialkoolikés) αντιαλκοολικά (antialkooliká)
vocative αντιαλκοολικέ (antialkooliké) αντιαλκοολική (antialkoolikí) αντιαλκοολικό (antialkoolikó) αντιαλκοολικοί (antialkoolikoí) αντιαλκοολικές (antialkoolikés) αντιαλκοολικά (antialkooliká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιαλκοολικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιαλκοολικός, etc.)

[edit]