Jump to content

αντιαεροπορικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιαεροπορικός (antiaeroporikósm (feminine αντιαεροπορική, neuter αντιαεροπορικό)

  1. anti-aircraft

Declension

[edit]
Declension of αντιαεροπορικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιαεροπορικός (antiaeroporikós) αντιαεροπορική (antiaeroporikí) αντιαεροπορικό (antiaeroporikó) αντιαεροπορικοί (antiaeroporikoí) αντιαεροπορικές (antiaeroporikés) αντιαεροπορικά (antiaeroporiká)
genitive αντιαεροπορικού (antiaeroporikoú) αντιαεροπορικής (antiaeroporikís) αντιαεροπορικού (antiaeroporikoú) αντιαεροπορικών (antiaeroporikón) αντιαεροπορικών (antiaeroporikón) αντιαεροπορικών (antiaeroporikón)
accusative αντιαεροπορικό (antiaeroporikó) αντιαεροπορική (antiaeroporikí) αντιαεροπορικό (antiaeroporikó) αντιαεροπορικούς (antiaeroporikoús) αντιαεροπορικές (antiaeroporikés) αντιαεροπορικά (antiaeroporiká)
vocative αντιαεροπορικέ (antiaeroporiké) αντιαεροπορική (antiaeroporikí) αντιαεροπορικό (antiaeroporikó) αντιαεροπορικοί (antiaeroporikoí) αντιαεροπορικές (antiaeroporikés) αντιαεροπορικά (antiaeroporiká)
[edit]