Jump to content

αντηλιακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντηλιακός (antiliakósm (feminine αντηλιακή, neuter αντηλιακό)

  1. antisun, against the sun
  2. (as a neuter noun) sunblock, sunscreen

Declension

[edit]
Declension of αντηλιακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντηλιακός (antiliakós) αντηλιακή (antiliakí) αντηλιακό (antiliakó) αντηλιακοί (antiliakoí) αντηλιακές (antiliakés) αντηλιακά (antiliaká)
genitive αντηλιακού (antiliakoú) αντηλιακής (antiliakís) αντηλιακού (antiliakoú) αντηλιακών (antiliakón) αντηλιακών (antiliakón) αντηλιακών (antiliakón)
accusative αντηλιακό (antiliakó) αντηλιακή (antiliakí) αντηλιακό (antiliakó) αντηλιακούς (antiliakoús) αντηλιακές (antiliakés) αντηλιακά (antiliaká)
vocative αντηλιακέ (antiliaké) αντηλιακή (antiliakí) αντηλιακό (antiliakó) αντηλιακοί (antiliakoí) αντηλιακές (antiliakés) αντηλιακά (antiliaká)
[edit]