αντηλάρισμα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αντηλάρισμα • (antilárisma) n (plural αντηλαρίσματα)
- brilliance, luminosity, reflection
- Synonym: ανταύγεια (antávgeia)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντηλάρισμα (antilárisma) | αντηλαρίσματα (antilarísmata) |
genitive | αντηλαρίσματος (antilarísmatos) | αντηλαρισμάτων (antilarismáton) |
accusative | αντηλάρισμα (antilárisma) | αντηλαρίσματα (antilarísmata) |
vocative | αντηλάρισμα (antilárisma) | αντηλαρίσματα (antilarísmata) |
Related terms
[edit]- see: ήλιος m (ílios, “sun”)