Jump to content

αντηλάρισμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντηλάρισμα (antilárisman (plural αντηλαρίσματα)

  1. brilliance, luminosity, reflection
    Synonym: ανταύγεια (antávgeia)

Declension

[edit]
Declension of αντηλάρισμα
singular plural
nominative αντηλάρισμα (antilárisma) αντηλαρίσματα (antilarísmata)
genitive αντηλαρίσματος (antilarísmatos) αντηλαρισμάτων (antilarismáton)
accusative αντηλάρισμα (antilárisma) αντηλαρίσματα (antilarísmata)
vocative αντηλάρισμα (antilárisma) αντηλαρίσματα (antilarísmata)
[edit]