αντεθνικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντεθνικός • (antethnikós) m (feminine αντεθνική, neuter αντεθνικό)
Declension
[edit]Declension of αντεθνικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντεθνικός • | αντεθνική • | αντεθνικό • | αντεθνικοί • | αντεθνικές • | αντεθνικά • |
genitive | αντεθνικού • | αντεθνικής • | αντεθνικού • | αντεθνικών • | αντεθνικών • | αντεθνικών • |
accusative | αντεθνικό • | αντεθνική • | αντεθνικό • | αντεθνικούς • | αντεθνικές • | αντεθνικά • |
vocative | αντεθνικέ • | αντεθνική • | αντεθνικό • | αντεθνικοί • | αντεθνικές • | αντεθνικά • |
Related terms
[edit]- εθνικός (ethnikós, “national”, adjective)
- and see: έθνος n (éthnos, “nation”)