αντασφαλίζομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αντασφαλίζομαι • (antasfalízomai) passive (past αντασφαλίστηκα, ppp αντασφαλισμένος, active αντασφαλίζω)
- passive of αντασφαλίζω (antasfalízo)
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: αντασφαλίζω (antasfalízo)