Jump to content

αντασφάλεια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντασφάλεια (antasfáleiaf (plural αντασφάλειες)

  1. (insurance) reinsurance
    Synonym: αντασφάλιση (antasfálisi)

Declension

[edit]
Declension of αντασφάλεια
singular plural
nominative αντασφάλεια (antasfáleia) αντασφάλειες (antasfáleies)
genitive αντασφάλειας (antasfáleias) αντασφαλειών (antasfaleión)
accusative αντασφάλεια (antasfáleia) αντασφάλειες (antasfáleies)
vocative αντασφάλεια (antasfáleia) αντασφάλειες (antasfáleies)
[edit]

Further reading

[edit]