Jump to content

ανταρτοπόλεμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανταρτοπόλεμος (antartopólemosm (plural ανταρτοπόλεμοι)

  1. guerilla war, guerilla warfare
    Synonym: ανορθόδοξος πόλεμος (anorthódoxos pólemos)

Declension

[edit]
Declension of ανταρτοπόλεμος
singular plural
nominative ανταρτοπόλεμος (antartopólemos) ανταρτοπόλεμοι (antartopólemoi)
genitive ανταρτοπόλεμου (antartopólemou)
ανταρτοπολέμου (antartopolémou)
ανταρτοπόλεμων (antartopólemon)
ανταρτοπολέμων (antartopolémon)
accusative ανταρτοπόλεμο (antartopólemo) ανταρτοπόλεμους (antartopólemous)
ανταρτοπολέμους (antartopolémous)
vocative ανταρτοπόλεμε (antartopóleme) ανταρτοπόλεμοι (antartopólemoi)

Second forms are formal. 

[edit]

Further reading

[edit]