ανταρκτικός
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἀνταρκτικός
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανταρκτικός • (antarktikós) m (feminine ανταρκτική, neuter ανταρκτικό)
Declension
[edit]Declension of ανταρκτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανταρκτικός • | ανταρκτική • | ανταρκτικό • | ανταρκτικοί • | ανταρκτικές • | ανταρκτικά • |
genitive | ανταρκτικού • | ανταρκτικής • | ανταρκτικού • | ανταρκτικών • | ανταρκτικών • | ανταρκτικών • |
accusative | ανταρκτικό • | ανταρκτική • | ανταρκτικό • | ανταρκτικούς • | ανταρκτικές • | ανταρκτικά • |
vocative | ανταρκτικέ • | ανταρκτική • | ανταρκτικό • | ανταρκτικοί • | ανταρκτικές • | ανταρκτικά • |
Related terms
[edit]- Ανταρκτική f (Antarktikí, “Antarctica”)