ανταποδίδομαι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Verb
[edit]ανταποδίδομαι • (antapodídomai) passive (past ανταποδόθηκα, ppp ανταποδομένος, active ανταποδίδω)
- passive of ανταποδίδω (antapodído)
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: ανταποδίδω (antapodído)