Jump to content

ανταποδίδομαι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Verb

[edit]

ανταποδίδομαι (antapodídomai) passive (past ανταποδόθηκα, ppp ανταποδομένος, active ανταποδίδω)

  1. passive of ανταποδίδω (antapodído)

Conjugation

[edit]
see this verb's full conjugation at: ανταποδίδω (antapodído)