ανταπεργιακός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανταπεργιακός • (antapergiakós) m (feminine ανταπεργιακή, neuter ανταπεργιακό)
- strike breaking
- Synonym: απεργοσπαστικός (apergospastikós)
Declension
[edit]Declension of ανταπεργιακός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανταπεργιακός • | ανταπεργιακή • | ανταπεργιακό • | ανταπεργιακοί • | ανταπεργιακές • | ανταπεργιακά • |
genitive | ανταπεργιακού • | ανταπεργιακής • | ανταπεργιακού • | ανταπεργιακών • | ανταπεργιακών • | ανταπεργιακών • |
accusative | ανταπεργιακό • | ανταπεργιακή • | ανταπεργιακό • | ανταπεργιακούς • | ανταπεργιακές • | ανταπεργιακά • |
vocative | ανταπεργιακέ • | ανταπεργιακή • | ανταπεργιακό • | ανταπεργιακοί • | ανταπεργιακές • | ανταπεργιακά • |
Related terms
[edit]- see: απεργώ (apergó, “to strike, to withdraw labour”)