Jump to content

ανταγωνιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανταγωνιστικός (antagonistikósm (feminine ανταγωνιστική, neuter ανταγωνιστικό)

  1. competitive
  2. antagonistic

Declension

[edit]
Declension of ανταγωνιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανταγωνιστικός (antagonistikós) ανταγωνιστική (antagonistikí) ανταγωνιστικό (antagonistikó) ανταγωνιστικοί (antagonistikoí) ανταγωνιστικές (antagonistikés) ανταγωνιστικά (antagonistiká)
genitive ανταγωνιστικού (antagonistikoú) ανταγωνιστικής (antagonistikís) ανταγωνιστικού (antagonistikoú) ανταγωνιστικών (antagonistikón) ανταγωνιστικών (antagonistikón) ανταγωνιστικών (antagonistikón)
accusative ανταγωνιστικό (antagonistikó) ανταγωνιστική (antagonistikí) ανταγωνιστικό (antagonistikó) ανταγωνιστικούς (antagonistikoús) ανταγωνιστικές (antagonistikés) ανταγωνιστικά (antagonistiká)
vocative ανταγωνιστικέ (antagonistiké) ανταγωνιστική (antagonistikí) ανταγωνιστικό (antagonistikó) ανταγωνιστικοί (antagonistikoí) ανταγωνιστικές (antagonistikés) ανταγωνιστικά (antagonistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανταγωνιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανταγωνιστικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανταγωνιστικότερος (antagonistikóteros) ανταγωνιστικότερη (antagonistikóteri) ανταγωνιστικότερο (antagonistikótero) ανταγωνιστικότεροι (antagonistikóteroi) ανταγωνιστικότερες (antagonistikóteres) ανταγωνιστικότερα (antagonistikótera)
genitive ανταγωνιστικότερου (antagonistikóterou) ανταγωνιστικότερης (antagonistikóteris) ανταγωνιστικότερου (antagonistikóterou) ανταγωνιστικότερων (antagonistikóteron) ανταγωνιστικότερων (antagonistikóteron) ανταγωνιστικότερων (antagonistikóteron)
accusative ανταγωνιστικότερο (antagonistikótero) ανταγωνιστικότερη (antagonistikóteri) ανταγωνιστικότερο (antagonistikótero) ανταγωνιστικότερους (antagonistikóterous) ανταγωνιστικότερες (antagonistikóteres) ανταγωνιστικότερα (antagonistikótera)
vocative ανταγωνιστικότερε (antagonistikótere) ανταγωνιστικότερη (antagonistikóteri) ανταγωνιστικότερο (antagonistikótero) ανταγωνιστικότεροι (antagonistikóteroi) ανταγωνιστικότερες (antagonistikóteres) ανταγωνιστικότερα (antagonistikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ανταγωνιστικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανταγωνιστικότατος (antagonistikótatos) ανταγωνιστικότατη (antagonistikótati) ανταγωνιστικότατο (antagonistikótato) ανταγωνιστικότατοι (antagonistikótatoi) ανταγωνιστικότατες (antagonistikótates) ανταγωνιστικότατα (antagonistikótata)
genitive ανταγωνιστικότατου (antagonistikótatou) ανταγωνιστικότατης (antagonistikótatis) ανταγωνιστικότατου (antagonistikótatou) ανταγωνιστικότατων (antagonistikótaton) ανταγωνιστικότατων (antagonistikótaton) ανταγωνιστικότατων (antagonistikótaton)
accusative ανταγωνιστικότατο (antagonistikótato) ανταγωνιστικότατη (antagonistikótati) ανταγωνιστικότατο (antagonistikótato) ανταγωνιστικότατους (antagonistikótatous) ανταγωνιστικότατες (antagonistikótates) ανταγωνιστικότατα (antagonistikótata)
vocative ανταγωνιστικότατε (antagonistikótate) ανταγωνιστικότατη (antagonistikótati) ανταγωνιστικότατο (antagonistikótato) ανταγωνιστικότατοι (antagonistikótatoi) ανταγωνιστικότατες (antagonistikótates) ανταγωνιστικότατα (antagonistikótata)
[edit]