αντίθεση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Inherited from Ancient Greek ἀντίθεσις (antíthesis).
Noun
[edit]αντίθεση • (antíthesi) f (plural αντιθέσεις)
Declension
[edit]Declension of αντίθεση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αντίθεση • | αντιθέσεις • | |
genitive | αντίθεσης • | αντιθέσεων • | |
accusative | αντίθεση • | αντιθέσεις • | |
vocative | αντίθεση • | αντιθέσεις • | |
Older or formal genitive singular: αντιθέσεως • |
Related terms
[edit]- see: αντίθετος (antíthetos, “opposite”, adjective)
Further reading
[edit]- αντίθεση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language