αντάλλαγμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αντάλλαγμα • (antállagma) n (plural ανταλλάγματα)
Declension
[edit]Declension of αντάλλαγμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντάλλαγμα • | ανταλλάγματα • |
genitive | ανταλλάγματος • | ανταλλαγμάτων • |
accusative | αντάλλαγμα • | ανταλλάγματα • |
vocative | αντάλλαγμα • | ανταλλάγματα • |
Related terms
[edit]- see: ανταλλάσσω (antallásso, “to exchange”)