αντάλλαγμα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αντάλλαγμα • (antállagma) n (plural ανταλλάγματα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντάλλαγμα (antállagma) | ανταλλάγματα (antallágmata) |
genitive | ανταλλάγματος (antallágmatos) | ανταλλαγμάτων (antallagmáton) |
accusative | αντάλλαγμα (antállagma) | ανταλλάγματα (antallágmata) |
vocative | αντάλλαγμα (antállagma) | ανταλλάγματα (antallágmata) |
Related terms
[edit]- see: ανταλλάσσω (antallásso, “to exchange”)