Jump to content

αντάλλαγμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντάλλαγμα (antállagman (plural ανταλλάγματα)

  1. exchange, swap

Declension

[edit]
Declension of αντάλλαγμα
singular plural
nominative αντάλλαγμα (antállagma) ανταλλάγματα (antallágmata)
genitive ανταλλάγματος (antallágmatos) ανταλλαγμάτων (antallagmáton)
accusative αντάλλαγμα (antállagma) ανταλλάγματα (antallágmata)
vocative αντάλλαγμα (antállagma) ανταλλάγματα (antallágmata)
[edit]