Jump to content

ανοσοσφαιρίνη

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανοσοσφαιρίνη (anososfairínin (plural ανοσοσφαιρίνη)

  1. (immunology) immunoglobulin
    Synonym: ("antibody") αντίσωμα (antísoma)

Declension

[edit]
singular plural
nominative ανοσοσφαιρίνη (anososfairíni) ανοσοσφαιρίνες (anososfairínes)
genitive ανοσοσφαιρίνης (anososfairínis) ανοσοσφαιρινών (anososfairinón)
accusative ανοσοσφαιρίνη (anososfairíni) ανοσοσφαιρίνες (anososfairínes)
vocative ανοσοσφαιρίνη (anososfairíni) ανοσοσφαιρίνες (anososfairínes)

An infrequent ανοσοσφαιρίνων (anososfairínon) is also found.

Further reading

[edit]