Jump to content

ανοσία

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ανόσια

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανοσία (anosíaf (plural ανοσίες)

  1. (medicine) immunity

Declension

[edit]
Declension of ανοσία
singular plural
nominative ανοσία (anosía) ανοσίες (anosíes)
genitive ανοσίας (anosías) ανοσιών (anosión)
accusative ανοσία (anosía) ανοσίες (anosíes)
vocative ανοσία (anosía) ανοσίες (anosíes)
[edit]

Further reading

[edit]