Jump to content

ανοσήλευτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανοσήλευτος (anosíleftosm (feminine ανοσήλευτη, neuter ανοσήλευτο)

  1. untreated
  2. not hospitalised (UK); unhospitalized, not hospitalized (US)

Declension

[edit]
Declension of ανοσήλευτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανοσήλευτος (anosíleftos) ανοσήλευτη (anosílefti) ανοσήλευτο (anosílefto) ανοσήλευτοι (anosíleftoi) ανοσήλευτες (anosíleftes) ανοσήλευτα (anosílefta)
genitive ανοσήλευτου (anosíleftou) ανοσήλευτης (anosíleftis) ανοσήλευτου (anosíleftou) ανοσήλευτων (anosílefton) ανοσήλευτων (anosílefton) ανοσήλευτων (anosílefton)
accusative ανοσήλευτο (anosílefto) ανοσήλευτη (anosílefti) ανοσήλευτο (anosílefto) ανοσήλευτους (anosíleftous) ανοσήλευτες (anosíleftes) ανοσήλευτα (anosílefta)
vocative ανοσήλευτε (anosílefte) ανοσήλευτη (anosílefti) ανοσήλευτο (anosílefto) ανοσήλευτοι (anosíleftoi) ανοσήλευτες (anosíleftes) ανοσήλευτα (anosílefta)
[edit]