ανορμήνευτος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανορμήνευτος • (anormíneftos) m (feminine ανορμήνευτη, neuter ανορμήνευτο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανορμήνευτος (anormíneftos) | ανορμήνευτη (anormínefti) | ανορμήνευτο (anormínefto) | ανορμήνευτοι (anormíneftoi) | ανορμήνευτες (anormíneftes) | ανορμήνευτα (anormínefta) | |
genitive | ανορμήνευτου (anormíneftou) | ανορμήνευτης (anormíneftis) | ανορμήνευτου (anormíneftou) | ανορμήνευτων (anormínefton) | ανορμήνευτων (anormínefton) | ανορμήνευτων (anormínefton) | |
accusative | ανορμήνευτο (anormínefto) | ανορμήνευτη (anormínefti) | ανορμήνευτο (anormínefto) | ανορμήνευτους (anormíneftous) | ανορμήνευτες (anormíneftes) | ανορμήνευτα (anormínefta) | |
vocative | ανορμήνευτε (anormínefte) | ανορμήνευτη (anormínefti) | ανορμήνευτο (anormínefto) | ανορμήνευτοι (anormíneftoi) | ανορμήνευτες (anormíneftes) | ανορμήνευτα (anormínefta) |