Jump to content

ανορθωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανορθωτικός (anorthotikósm (feminine ανορθωτική, neuter ανορθωτικό)

  1. restorative, recovering, regenerative

Declension

[edit]
Declension of ανορθωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανορθωτικός (anorthotikós) ανορθωτική (anorthotikí) ανορθωτικό (anorthotikó) ανορθωτικοί (anorthotikoí) ανορθωτικές (anorthotikés) ανορθωτικά (anorthotiká)
genitive ανορθωτικού (anorthotikoú) ανορθωτικής (anorthotikís) ανορθωτικού (anorthotikoú) ανορθωτικών (anorthotikón) ανορθωτικών (anorthotikón) ανορθωτικών (anorthotikón)
accusative ανορθωτικό (anorthotikó) ανορθωτική (anorthotikí) ανορθωτικό (anorthotikó) ανορθωτικούς (anorthotikoús) ανορθωτικές (anorthotikés) ανορθωτικά (anorthotiká)
vocative ανορθωτικέ (anorthotiké) ανορθωτική (anorthotikí) ανορθωτικό (anorthotikó) ανορθωτικοί (anorthotikoí) ανορθωτικές (anorthotikés) ανορθωτικά (anorthotiká)
[edit]