ανορθωτικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανορθωτικός • (anorthotikós) m (feminine ανορθωτική, neuter ανορθωτικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανορθωτικός (anorthotikós) | ανορθωτική (anorthotikí) | ανορθωτικό (anorthotikó) | ανορθωτικοί (anorthotikoí) | ανορθωτικές (anorthotikés) | ανορθωτικά (anorthotiká) | |
genitive | ανορθωτικού (anorthotikoú) | ανορθωτικής (anorthotikís) | ανορθωτικού (anorthotikoú) | ανορθωτικών (anorthotikón) | ανορθωτικών (anorthotikón) | ανορθωτικών (anorthotikón) | |
accusative | ανορθωτικό (anorthotikó) | ανορθωτική (anorthotikí) | ανορθωτικό (anorthotikó) | ανορθωτικούς (anorthotikoús) | ανορθωτικές (anorthotikés) | ανορθωτικά (anorthotiká) | |
vocative | ανορθωτικέ (anorthotiké) | ανορθωτική (anorthotikí) | ανορθωτικό (anorthotikó) | ανορθωτικοί (anorthotikoí) | ανορθωτικές (anorthotikés) | ανορθωτικά (anorthotiká) |
Related terms
[edit]- see: ανορθώνω f (anorthóno, “to restore, to recover”)