Jump to content

ανολοκλήρωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανολοκλήρωτος (anoloklírotosm (feminine ανολοκλήρωτη, neuter ανολοκλήρωτο)

  1. incomplete, unfinished, uncompleted

Declension

[edit]
Declension of ανολοκλήρωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανολοκλήρωτος (anoloklírotos) ανολοκλήρωτη (anoloklíroti) ανολοκλήρωτο (anoloklíroto) ανολοκλήρωτοι (anoloklírotoi) ανολοκλήρωτες (anoloklírotes) ανολοκλήρωτα (anoloklírota)
genitive ανολοκλήρωτου (anoloklírotou) ανολοκλήρωτης (anoloklírotis) ανολοκλήρωτου (anoloklírotou) ανολοκλήρωτων (anoloklíroton) ανολοκλήρωτων (anoloklíroton) ανολοκλήρωτων (anoloklíroton)
accusative ανολοκλήρωτο (anoloklíroto) ανολοκλήρωτη (anoloklíroti) ανολοκλήρωτο (anoloklíroto) ανολοκλήρωτους (anoloklírotous) ανολοκλήρωτες (anoloklírotes) ανολοκλήρωτα (anoloklírota)
vocative ανολοκλήρωτε (anoloklírote) ανολοκλήρωτη (anoloklíroti) ανολοκλήρωτο (anoloklíroto) ανολοκλήρωτοι (anoloklírotoi) ανολοκλήρωτες (anoloklírotes) ανολοκλήρωτα (anoloklírota)
[edit]