Jump to content

ανοικοδόμητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανοικοδόμητος (anoikodómitosm (feminine ανοικοδόμητη, neuter ανοικοδόμητο)

  1. not rebuilt, unreconstructed
  2. unbuilt

Declension

[edit]
Declension of ανοικοδόμητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανοικοδόμητος (anoikodómitos) ανοικοδόμητη (anoikodómiti) ανοικοδόμητο (anoikodómito) ανοικοδόμητοι (anoikodómitoi) ανοικοδόμητες (anoikodómites) ανοικοδόμητα (anoikodómita)
genitive ανοικοδόμητου (anoikodómitou) ανοικοδόμητης (anoikodómitis) ανοικοδόμητου (anoikodómitou) ανοικοδόμητων (anoikodómiton) ανοικοδόμητων (anoikodómiton) ανοικοδόμητων (anoikodómiton)
accusative ανοικοδόμητο (anoikodómito) ανοικοδόμητη (anoikodómiti) ανοικοδόμητο (anoikodómito) ανοικοδόμητους (anoikodómitous) ανοικοδόμητες (anoikodómites) ανοικοδόμητα (anoikodómita)
vocative ανοικοδόμητε (anoikodómite) ανοικοδόμητη (anoikodómiti) ανοικοδόμητο (anoikodómito) ανοικοδόμητοι (anoikodómitoi) ανοικοδόμητες (anoikodómites) ανοικοδόμητα (anoikodómita)
[edit]