Jump to content

ανιούσα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανιούσα (anioúsaf (plural ανιούσες)

  1. rising (walk, graph, etc)

Declension

[edit]
Declension of ανιούσα
singular plural
nominative ανιούσα (anioúsa) ανιούσες (anioúses)
genitive ανιούσας (anioúsas) ανιουσών (aniousón)
accusative ανιούσα (anioúsa) ανιούσες (anioúses)
vocative ανιούσα (anioúsa) ανιούσες (anioúses)

Adjective

[edit]

ανιούσα (anioúsa)

  1. nominative/accusative/vocative feminine singular of ανιών (anión)