Jump to content

ανιδιοτελής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανιδιοτελής (anidiotelísm (feminine ανιδιοτελής, neuter ανιδιοτελές)

  1. unselfish, selfless
  2. disinterested, impartial

Declension

[edit]
Declension of ανιδιοτελής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανιδιοτελής (anidiotelís) ανιδιοτελής (anidiotelís) ανιδιοτελές (anidiotelés) ανιδιοτελείς (anidioteleís) ανιδιοτελείς (anidioteleís) ανιδιοτελή (anidiotelí)
genitive ανιδιοτελούς (anidioteloús)
ανιδιοτελή (anidiotelí)
ανιδιοτελούς (anidioteloús) ανιδιοτελούς (anidioteloús) ανιδιοτελών (anidiotelón) ανιδιοτελών (anidiotelón) ανιδιοτελών (anidiotelón)
accusative ανιδιοτελή (anidiotelí) ανιδιοτελή (anidiotelí) ανιδιοτελές (anidiotelés) ανιδιοτελείς (anidioteleís) ανιδιοτελείς (anidioteleís) ανιδιοτελή (anidiotelí)
vocative ανιδιοτελή (anidiotelí)
ανιδιοτελής (anidiotelís)
ανιδιοτελής (anidiotelís) ανιδιοτελές (anidiotelés) ανιδιοτελείς (anidioteleís) ανιδιοτελείς (anidioteleís) ανιδιοτελή (anidiotelí)
[edit]