Jump to content

ανθυπίατρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανθυπίατρος (anthypíatrosm (plural ανθυπίατροι)

  1. (military, medicine) army surgeon (lieutenant)

Declension

[edit]
Declension of ανθυπίατρος
singular plural
nominative ανθυπίατρος (anthypíatros) ανθυπίατροι (anthypíatroi)
genitive ανθυπίατρου (anthypíatrou)
ανθυπιάτρου (anthypiátrou)
ανθυπίατρων (anthypíatron)
ανθυπιάτρων (anthypiátron)
accusative ανθυπίατρο (anthypíatro) ανθυπίατρους (anthypíatrous)
ανθυπιάτρους (anthypiátrous)
vocative ανθυπίατρε (anthypíatre) ανθυπίατροι (anthypíatroi)

Second forms are formal. 

[edit]