ανθυπίατρος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ανθυπίατρος • (anthypíatros) m (plural ανθυπίατροι)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανθυπίατρος (anthypíatros) | ανθυπίατροι (anthypíatroi) |
genitive | ανθυπίατρου (anthypíatrou) ανθυπιάτρου (anthypiátrou) |
ανθυπίατρων (anthypíatron) ανθυπιάτρων (anthypiátron) |
accusative | ανθυπίατρο (anthypíatro) | ανθυπίατρους (anthypíatrous) ανθυπιάτρους (anthypiátrous) |
vocative | ανθυπίατρε (anthypíatre) | ανθυπίατροι (anthypíatroi) |
Second forms are formal.
Related terms
[edit]- see: γιατρός m or f (giatrós, “doctor”)