Jump to content

ανθρωπόκαινος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /an.θɾoˈpo.ce.nos/
  • Hyphenation: αν‧θρω‧πό‧και‧νος

Adjective

[edit]

ανθρωπόκαινος (anthropókainosm (feminine ανθρωπόκαινη or ανθρωπόκαινος, neuter ανθρωπόκαινο)

  1. (geology) Anthropocene

Usage notes

[edit]
  • As of April 2015, the English term had not been adopted in the official geological nomenclature.

Declension

[edit]
Declension of ανθρωπόκαινος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανθρωπόκαινος (anthropókainos) ανθρωπόκαινος (anthropókainos)
ανθρωπόκαινη (anthropókaini)
ανθρωπόκαινο (anthropókaino) ανθρωπόκαινοι (anthropókainoi) ανθρωπόκαινοι (anthropókainoi)
ανθρωπόκαινες (anthropókaines)
ανθρωπόκαινα (anthropókaina)
genitive ανθρωπόκαινου (anthropókainou) ανθρωπόκαινου (anthropókainou)
ανθρωπόκαινης (anthropókainis)
ανθρωπόκαινου (anthropókainou) ανθρωπόκαινων (anthropókainon) ανθρωπόκαινων (anthropókainon) ανθρωπόκαινων (anthropókainon)
accusative ανθρωπόκαινο (anthropókaino) ανθρωπόκαινο (anthropókaino)
ανθρωπόκαινη (anthropókaini)
ανθρωπόκαινο (anthropókaino) ανθρωπόκαινους (anthropókainous) ανθρωπόκαινους (anthropókainous)
ανθρωπόκαινες (anthropókaines)
ανθρωπόκαινα (anthropókaina)
vocative ανθρωπόκαινε (anthropókaine) ανθρωπόκαινε (anthropókaine)
ανθρωπόκαινη (anthropókaini)
ανθρωπόκαινο (anthropókaino) ανθρωπόκαινοι (anthropókainoi) ανθρωπόκαινοι (anthropókainoi)
ανθρωπόκαινες (anthropókaines)
ανθρωπόκαινα (anthropókaina)
[edit]