ανθρωπωνυμία

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανθρωπωνυμία (anthroponymían (plural ανθρωπωνυμίες)

  1. Alternative form of ανθρωπωνύμιο (anthroponýmio)

Declension

[edit]
singular plural
nominative ανθρωπωνυμία (anthroponymía) ανθρωπωνυμίες (anthroponymíes)
genitive ανθρωπωνυμίας (anthroponymías) ανθρωπωνυμιών (anthroponymión)
accusative ανθρωπωνυμία (anthroponymía) ανθρωπωνυμίες (anthroponymíes)
vocative ανθρωπωνυμία (anthroponymía) ανθρωπωνυμίες (anthroponymíes)