ανθρωπωνυμία
Jump to navigation
Jump to search
See also: ανθρωπωνύμια
Greek
[edit]Noun
[edit]ανθρωπωνυμία • (anthroponymía) n (plural ανθρωπωνυμίες)
- Alternative form of ανθρωπωνύμιο (anthroponýmio)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανθρωπωνυμία (anthroponymía) | ανθρωπωνυμίες (anthroponymíes) |
genitive | ανθρωπωνυμίας (anthroponymías) | ανθρωπωνυμιών (anthroponymión) |
accusative | ανθρωπωνυμία (anthroponymía) | ανθρωπωνυμίες (anthroponymíes) |
vocative | ανθρωπωνυμία (anthroponymía) | ανθρωπωνυμίες (anthroponymíes) |