Jump to content

ανθρωποκτόνος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανθρωποκτόνος (anthropoktónosm (feminine ανθρωποκτόνα, neuter ανθρωποκτόνο)

  1. homicidal

Declension

[edit]
Declension of ανθρωποκτόνος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανθρωποκτόνος (anthropoktónos) ανθρωποκτόνα (anthropoktóna) ανθρωποκτόνο (anthropoktóno) ανθρωποκτόνοι (anthropoktónoi) ανθρωποκτόνες (anthropoktónes) ανθρωποκτόνα (anthropoktóna)
genitive ανθρωποκτόνου (anthropoktónou) ανθρωποκτόνας (anthropoktónas) ανθρωποκτόνου (anthropoktónou) ανθρωποκτόνων (anthropoktónon) ανθρωποκτόνων (anthropoktónon) ανθρωποκτόνων (anthropoktónon)
accusative ανθρωποκτόνο (anthropoktóno) ανθρωποκτόνα (anthropoktóna) ανθρωποκτόνο (anthropoktóno) ανθρωποκτόνους (anthropoktónous) ανθρωποκτόνες (anthropoktónes) ανθρωποκτόνα (anthropoktóna)
vocative ανθρωποκτόνε (anthropoktóne) ανθρωποκτόνα (anthropoktóna) ανθρωποκτόνο (anthropoktóno) ανθρωποκτόνοι (anthropoktónoi) ανθρωποκτόνες (anthropoktónes) ανθρωποκτόνα (anthropoktóna)
[edit]