ανθρωπιστικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανθρωπιστικός • (anthropistikós) m (feminine ανθρωπιστική, neuter ανθρωπιστικό)
- humanitarian, compassionate
- Synonym: φιλάνθρωπος (filánthropos)
- ανθρωπιστική βοήθεια ― anthropistikí voḯtheia ― humanitarian aid
- humanistic
- ανθρωπιστικές σπουδές ― anthropistikés spoudés ― humanities; humanistic studies
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανθρωπιστικός (anthropistikós) | ανθρωπιστική (anthropistikí) | ανθρωπιστικό (anthropistikó) | ανθρωπιστικοί (anthropistikoí) | ανθρωπιστικές (anthropistikés) | ανθρωπιστικά (anthropistiká) | |
genitive | ανθρωπιστικού (anthropistikoú) | ανθρωπιστικής (anthropistikís) | ανθρωπιστικού (anthropistikoú) | ανθρωπιστικών (anthropistikón) | ανθρωπιστικών (anthropistikón) | ανθρωπιστικών (anthropistikón) | |
accusative | ανθρωπιστικό (anthropistikó) | ανθρωπιστική (anthropistikí) | ανθρωπιστικό (anthropistikó) | ανθρωπιστικούς (anthropistikoús) | ανθρωπιστικές (anthropistikés) | ανθρωπιστικά (anthropistiká) | |
vocative | ανθρωπιστικέ (anthropistiké) | ανθρωπιστική (anthropistikí) | ανθρωπιστικό (anthropistikó) | ανθρωπιστικοί (anthropistikoí) | ανθρωπιστικές (anthropistikés) | ανθρωπιστικά (anthropistiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανθρωπιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανθρωπιστικός, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ανθρωπιστικότερος", etc)
|
Related terms
[edit]- see: ανθρωπισμός m (anthropismós, “humanism”) and άνθρωπος m (ánthropos, “man”)