Jump to content

ανθρωπιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανθρωπιστικός (anthropistikósm (feminine ανθρωπιστική, neuter ανθρωπιστικό)

  1. humanitarian, compassionate
    Synonym: φιλάνθρωπος (filánthropos)
    ανθρωπιστική βοήθειαanthropistikí voḯtheiahumanitarian aid
  2. humanistic
    ανθρωπιστικές σπουδέςanthropistikés spoudéshumanities; humanistic studies

Declension

[edit]
Declension of ανθρωπιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανθρωπιστικός (anthropistikós) ανθρωπιστική (anthropistikí) ανθρωπιστικό (anthropistikó) ανθρωπιστικοί (anthropistikoí) ανθρωπιστικές (anthropistikés) ανθρωπιστικά (anthropistiká)
genitive ανθρωπιστικού (anthropistikoú) ανθρωπιστικής (anthropistikís) ανθρωπιστικού (anthropistikoú) ανθρωπιστικών (anthropistikón) ανθρωπιστικών (anthropistikón) ανθρωπιστικών (anthropistikón)
accusative ανθρωπιστικό (anthropistikó) ανθρωπιστική (anthropistikí) ανθρωπιστικό (anthropistikó) ανθρωπιστικούς (anthropistikoús) ανθρωπιστικές (anthropistikés) ανθρωπιστικά (anthropistiká)
vocative ανθρωπιστικέ (anthropistiké) ανθρωπιστική (anthropistikí) ανθρωπιστικό (anthropistikó) ανθρωπιστικοί (anthropistikoí) ανθρωπιστικές (anthropistikés) ανθρωπιστικά (anthropistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανθρωπιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανθρωπιστικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανθρωπιστικότερος (anthropistikóteros) ανθρωπιστικότερη (anthropistikóteri) ανθρωπιστικότερο (anthropistikótero) ανθρωπιστικότεροι (anthropistikóteroi) ανθρωπιστικότερες (anthropistikóteres) ανθρωπιστικότερα (anthropistikótera)
genitive ανθρωπιστικότερου (anthropistikóterou) ανθρωπιστικότερης (anthropistikóteris) ανθρωπιστικότερου (anthropistikóterou) ανθρωπιστικότερων (anthropistikóteron) ανθρωπιστικότερων (anthropistikóteron) ανθρωπιστικότερων (anthropistikóteron)
accusative ανθρωπιστικότερο (anthropistikótero) ανθρωπιστικότερη (anthropistikóteri) ανθρωπιστικότερο (anthropistikótero) ανθρωπιστικότερους (anthropistikóterous) ανθρωπιστικότερες (anthropistikóteres) ανθρωπιστικότερα (anthropistikótera)
vocative ανθρωπιστικότερε (anthropistikótere) ανθρωπιστικότερη (anthropistikóteri) ανθρωπιστικότερο (anthropistikótero) ανθρωπιστικότεροι (anthropistikóteroi) ανθρωπιστικότερες (anthropistikóteres) ανθρωπιστικότερα (anthropistikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ανθρωπιστικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανθρωπιστικότατος (anthropistikótatos) ανθρωπιστικότατη (anthropistikótati) ανθρωπιστικότατο (anthropistikótato) ανθρωπιστικότατοι (anthropistikótatoi) ανθρωπιστικότατες (anthropistikótates) ανθρωπιστικότατα (anthropistikótata)
genitive ανθρωπιστικότατου (anthropistikótatou) ανθρωπιστικότατης (anthropistikótatis) ανθρωπιστικότατου (anthropistikótatou) ανθρωπιστικότατων (anthropistikótaton) ανθρωπιστικότατων (anthropistikótaton) ανθρωπιστικότατων (anthropistikótaton)
accusative ανθρωπιστικότατο (anthropistikótato) ανθρωπιστικότατη (anthropistikótati) ανθρωπιστικότατο (anthropistikótato) ανθρωπιστικότατους (anthropistikótatous) ανθρωπιστικότατες (anthropistikótates) ανθρωπιστικότατα (anthropistikótata)
vocative ανθρωπιστικότατε (anthropistikótate) ανθρωπιστικότατη (anthropistikótati) ανθρωπιστικότατο (anthropistikótato) ανθρωπιστικότατοι (anthropistikótatoi) ανθρωπιστικότατες (anthropistikótates) ανθρωπιστικότατα (anthropistikótata)
[edit]