Jump to content

ανθρακωρυχείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανθρακωρυχείο (anthrakorycheíon (plural ανθρακωρυχεία)

  1. coal mine, colliery, coal pit

Declension

[edit]
Declension of ανθρακωρυχείο
singular plural
nominative ανθρακωρυχείο (anthrakorycheío) ανθρακωρυχεία (anthrakorycheía)
genitive ανθρακωρυχείου (anthrakorycheíou) ανθρακωρυχείων (anthrakorycheíon)
accusative ανθρακωρυχείο (anthrakorycheío) ανθρακωρυχεία (anthrakorycheía)
vocative ανθρακωρυχείο (anthrakorycheío) ανθρακωρυχεία (anthrakorycheía)
[edit]