Jump to content

ανθρακοφόρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανθρακοφόρος (anthrakofórosm (feminine ανθρακοφόρος or ανθρακοφόρα, neuter ανθρακοφόρο)

  1. carboniferous
  2. coal-bearing
  3. coal-carrying
    ανθρακοφόρο πλοίοanthrakofóro ploíocoal-carrying ship

Declension

[edit]
Declension of ανθρακοφόρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανθρακοφόρος (anthrakofóros) ανθρακοφόρος (anthrakofóros)
ανθρακοφόρα (anthrakofóra)
ανθρακοφόρο (anthrakofóro) ανθρακοφόροι (anthrakofóroi) ανθρακοφόροι (anthrakofóroi)
ανθρακοφόρες (anthrakofóres)
ανθρακοφόρα (anthrakofóra)
genitive ανθρακοφόρου (anthrakofórou) ανθρακοφόρου (anthrakofórou)
ανθρακοφόρας (anthrakofóras)
ανθρακοφόρου (anthrakofórou) ανθρακοφόρων (anthrakofóron) ανθρακοφόρων (anthrakofóron) ανθρακοφόρων (anthrakofóron)
accusative ανθρακοφόρο (anthrakofóro) ανθρακοφόρο (anthrakofóro)
ανθρακοφόρα (anthrakofóra)
ανθρακοφόρο (anthrakofóro) ανθρακοφόρους (anthrakofórous) ανθρακοφόρους (anthrakofórous)
ανθρακοφόρες (anthrakofóres)
ανθρακοφόρα (anthrakofóra)
vocative ανθρακοφόρε (anthrakofóre) ανθρακοφόρε (anthrakofóre)
ανθρακοφόρα (anthrakofóra)
ανθρακοφόρο (anthrakofóro) ανθρακοφόροι (anthrakofóroi) ανθρακοφόροι (anthrakofóroi)
ανθρακοφόρες (anthrakofóres)
ανθρακοφόρα (anthrakofóra)

Notes: The feminine forms shown first are more literary or formal.

Synonyms

[edit]
[edit]